ἀκίνητοι

ἀκίνητοι
ἀκίνητος
unmoved
masc nom/voc pl
ἀκίνητος
unmoved
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • неподвиженъ — (1*) пр. Неизменный: и [вм. ни] Ѡц҃ь бо въ Сн҃ъ. ли в Дх҃ъ преступаѥ. ни Сн҃ъ во Ѡц҃а и в Дх҃а и Дх҃ъ ли въ Сн҃ъ ли (во) ѡц҃ь. неподвижена бо своистви˫а (ἀκίνητοι) ЛЛ 1377, 39 (988). Ср. неподвижьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • непостоупьнъ — (9*) пр. 1.Неподвижный, недвижный: и ставъ на своѥмь мѣстѣ непостѹпьнъ сы. ЖФП XII, 36в; не токмо въстати съ ѡдра, но подвигнути себе не могу: нозѣ имѣю непоступнѣ КТур XII сп. XIV, 38; а други˫а въ цр҃кви сто˫аще акы камены и непоступьны. СбУв… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подвизаниѥ — ПОДВИЗАНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Деятельность, работа: мню ѹмъ си(м) ˫авлѧ˫а. и подвизань˫а того iли разумы. (τὰ… κινήματα) ГБ к. XIV, 43г; Обаче же по средѣ идуще мы. дебелы(х) отину(д) разумо(м). и ˫аже зѣло разумна и взнесена. да не отину(д) праздни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Kykloi — (griechisch κύκλοι, lateinisch cycli) waren in der antiken Astronomie die elf Himmelskreise. Dazu wurden gezählt: die Milchstraße als einzig sichtbarer Himmelskreis, der Himmelsäquator, die parallel zum Himmelsäquator verlaufenden nördlichen …   Deutsch Wikipedia

  • ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”